- αφιερούμαι
- см. αφιερώνομαι
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αφιερώνω — (AM ἀφιερῶ, όω) [ιερώ] προσφέρω, χαρίζω κάτι στον θεό σε ένδειξη τιμής και ευγνωμοσύνης νεοελλ. 1. προσφέρω σε κάποιον κάτι (συνήθως έργο δικό μου) σε ένδειξη σεβασμού ή αγάπης 2. αφιερώνομαι (ή αφιερώνω τον εαυτό μου ή την προσοχή μου σε κάποιον … Dictionary of Greek